- ἐπεκταθεῖσα
- ἐπεκτείνωstretchaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νάτος — η, ο ή νά τος, νά τη, νά το ιδού αυτός, ιδού αυτή, ιδού αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. τ. ονομαστικής, σχηματισμένος από φράσεις σε αιτ.: να τον, να την, να το (< να + αιτ. ασθενούς τ. προσωπ. αντωνυμιών τον / την / το). Η φράση να τον είχε δεικτική … Dictionary of Greek
οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… … Dictionary of Greek